εἰλικρινείᾳ — εἰλικρινείᾱͅ , εἰλικρίνεια unmixedness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρίνεια — unmixedness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειλικρίνεια — η ευθύτητα, φιλαλήθεια, έλλειψη υποκρισίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλικρινείας — εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem acc pl εἰλικρινείᾱς , εἰλικρίνεια unmixedness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρινείαις — εἰλικρίνεια unmixedness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρίνειαι — εἰλικρίνεια unmixedness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰλικρίνειαν — εἰλικρίνεια unmixedness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της … Dictionary of Greek
αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… … Dictionary of Greek